- τρίβω
- έτριψα, τρίφτηκα, τριμμένος1. μαλάζω κάτι μετακινώντας πάνω του άλλο σώμα: Τρίβω το γόνατο με το χέρι.2. βγάζω με την τριβή, αποσπώ: Τρίβω το καλαμπόκι.3. καθαρίζω: Τρίβει τα τζάμια.5. συντρίβω, κάνω σκόνη, αλέθω: Τρίβω πιπέρι.6. (για ρούχα) φθείρω, λιώνω, καταστρέφω: Τρίβει το σακάκι του στους αγκώνες.7. χαϊδεύω ερωτικά: Την είχε στην αγκαλιά του και την έτριβε.8. το μέσ. και παθ., τρίβομαι παθαίνω φθορά από τριβή: Πώς τρίβεται αυτός ο κουραμπιές!9. αποκτώ εμπειρία από άσκηση:Τρίφτηκε πολύ στη δουλειά του.10. η μτχ. τριμμένος, -η, -ο κοινός, συνηθισμένος, χωρίς σημασία: Τριμμένες φράσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.